ζωστηρ

ζωστηρ
    ζωστήρ
    -ῆρος ὅ
    1) зостер (воинский пояс, закрывавший нижнюю часть θώρηξ и верхнюю часть ζῶμα и защищавший брюшную и паховую области Pind., Her., Arst., Plut.)
    

πάροιθεν εἰρύσατο ζ. ἠδ΄ ὑπένερθεν ζῶμά τε καὴ μίτρη Hom.(стрела) наткнулась сначала на зостер, а затем на зому и митру

    2) пояс, подпояска
    

(ζωστῆρι συνέεργε χιτῶνα, sc. Εὔμαιος Hom.)

    3) перен. пояс, круг, кольцо
    

(Αἰγαίου κύματος Anth.)

    4) опоясывающая сыпь Plin.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ζωστηρ" в других словарях:

  • Ζωστήρ — a warrior s belt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστήρ — a warrior s belt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωστῆρ' — Ζωστῆρα , Ζωστήρ a warrior s belt masc acc sg Ζωστῆρι , Ζωστήρ a warrior s belt masc dat sg Ζωστῆρε , Ζωστήρ a warrior s belt masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστῆρ' — ζωστῆρα , ζωστήρ a warrior s belt masc acc sg ζωστῆρι , ζωστήρ a warrior s belt masc dat sg ζωστῆρε , ζωστήρ a warrior s belt masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωστήρ — Αρχαία ονομασία ακρωτηρίου της Αττικής. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του Σαρωνικού, κοντά στη σημερινή Βουλιαγμένη. Σύμφωνα με την παράδοση, στον Ζ. στάθμευσε για λίγο η Λητώ, όταν πήγαινε στη Δήλο για να γεννήσει. Εκεί έλυσε τον ζωστήρα της και …   Dictionary of Greek

  • ЗOСTEP — •Ζωστήρ, мыс Аттики, см. Attica, 2 …   Реальный словарь классических древностей

  • Зостер —    • Ζωστήρ,          мыс Аттики, см. Attica, Аттика, 2 …   Реальный словарь классических древностей

  • Ζωστῆρα — Ζωστήρ a warrior s belt masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστῆρα — ζωστήρ a warrior s belt masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωστῆρας — Ζωστήρ a warrior s belt masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστῆρας — ζωστήρ a warrior s belt masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»